- συμφυάς
- συμφῠάς, άδος, ἡ, ([etym.] συμφύω)A a growing together, connexion by natural growth,
δύο ὀστέων Hp.Fract.44
; σ. δένδρων Sch.Il.22.191.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύο ὀστέων Hp.Fract.44
; σ. δένδρων Sch.Il.22.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφυάς — άδος, ἡ, Α συνένωση, σύμφυση ύστερα από φυσική αύξηση («οὐδὲ γὰρ ἄλλην οὐδεμίαν ῥηίδιον ξυμφυάδα κοινὴν δύο ὀστέων κινηθεῑσαν ἐς τὴν ἀρχικὴν φύσιν ἱδρυθῆναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύω «συνδέω, συνενώνω» + επίθημα άς (πρβλ. ἐκ φυ άς)] … Dictionary of Greek
συμφυάδι — συμφυάς a growing together fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφυάδα — συμφυάδα , συμφυάς a growing together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)